- τετυφωμένως
- τετῡφωμένως, Adv., ([etym.] τυφόω)A stupidly, D.23.137.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετυφωμένως — stupidly indeclform (adverb) τετῡφωμένως , τυφόω delude perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετυφωμένως — Α 1. με έπαρση, με περηφάνεια 2. με ανόητο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τετυφωμένος τού τυφῶ «προξενώ αλαζονεία» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek